- Ἀμφιάρεῳ
- Ἀμφιάρεῳ̆ , ἈμφιάραοςAmphiarausfem nom pl (attic epic ionic)Ἀμφιάρεῳ̆ , ἈμφιάραοςAmphiarausfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀμφιάρεω — Ἀμφιάρεω̆ , Ἀμφιάραος Amphiaraus fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιαρέω — ἀμφϊᾱρέω , ἀμφί ἀείρω attach fut ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἀμφϊαρέω , ἀμφί αἴρω attach fut ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιάρεως — Ἀμφιάρεω̆ς , Ἀμφιάραος Amphiaraus fem acc pl (attic epic ionic) Ἀμφιάρεω̆ς , Ἀμφιάραος Amphiaraus fem nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιάρεων — Ἀμφιάρεω̆ν , Ἀμφιάραος Amphiaraus fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακοιμώ — κατακοιμῶ, άω (Α) 1. κοιμάμαι χωρίς διακοπή, περνώ τη νύχτα «ξεῑνόν τινα χρήμασι πείσας κατεκοίμησε ἐς Ἀμφιάρεω», Ηρόδ.) 2. (συν. μτφ.) βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («οὐδέ... λάθα κατακοιμάσῃ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κοιμῶ «βάζω… … Dictionary of Greek